Από το 2013 στο 1913: Ταξίδι στα μυστικά της οικονομίας


Η στασιμότητα στη ρωσική οικονομία το 2013 έκανε οικονομολόγους και ιστορικούς να θυμηθούν τα μαθήματα του παρελθόντος. Ανέτρεξαν, λοιπόν, 100 χρόνια πριν, όταν η οικονομία παρουσίαζε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, και την γένεση του «ρωσικού γίγαντα» παρακολουθούσε ολόκληρος ο κόσμος.


Το 1913 βασική κινητήρια δύναμη της προόδου ήταν η ζήτηση στην εγχώρια αγορά, η εισροή ξένων επενδύσεων και οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού. Επρόκειτο για μια οικονομική στρατηγική η οποία είχε στόχο να γεφυρώσει το χάσμα της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης ανάμεσα στις πρωτοπόρες και των πιο καθυστερημένες χώρες.
Η ρωσική οικονομία, το 1913, ήταν η τέταρτη σε μέγεθος στον πλανήτη, καθώς υπολειπόταν μόνο από τις τρεις άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, ΗΠΑ, Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία. Στον τομέα του εξωτερικού εμπορίου η Ρωσία καταλάμβανε την έκτη θέση στον κόσμο, ενώ αυξάνονταν σταθερά οι εξαγωγές και διευρυνόταν η βιομηχανική παραγωγή και η εξόρυξη των φυσικών πόρων της αυτοκρατορίας. Ο μέσος όρος ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας από το 1880 ως το 1913 ήταν πάνω από 5%, ένας από τους υψηλότερους παγκοσμίως. Ο σπουδαίος οικονομολόγος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, Αλεξάντρ Γκέρσενκρον, είχε χαρακτηρίσει αυτό τον τύπο ανάπτυξης ως «μοντέλο ανάκτησης της ανάπτυξης».

Η γεωργία εκείνη την περίοδο ήταν από τους επιτυχημένους τομείς της ρωσικής οικονομίας. Η χώρα βρισκόταν στην πρώτη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή σικάλεως, στη δεύτερη (μετά τις ΗΠΑ) στην παραγωγή σιταριού και στην πρώτη θέση στον κόσμο όσον αφορά την εξαγωγή δημητριακών και βουτύρου.
Στο μεταξύ, η νομισματική μεταρρύθμιση του υπουργού Οικονομικών, Σεργκέι Βίτε, το διάστημα 1895-1897 και η εισαγωγή στη Ρωσία του «χρυσού προτύπου» δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την είσοδο ξένων κεφαλαίων στη χώρα. Η κρατική Τράπεζα της Ρωσίας τηρούσε απαρέγκλιτα τις απαιτήσεις του «χρυσού προτύπου», ανταλλάσσοντας χωρίς περιορισμούς τραπεζογραμμάτια με χρυσό σε ράβδους και νομίσματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι απόλυτη η εμπιστοσύνη στο ρωσικό ρούβλι από πλευράς ξένων επενδυτών μέχρι την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Μεγάλα έργα
Σήμερα, στη νέα φάση της ιστορικής της ανάπτυξης, η Ρωσία έχει να επιλύσει παρόμοια θέματα. Το 1913, όπως αναφέρθηκε, κινητήριοι μοχλοί ανάπτυξης της εθνικής βιομηχανίας ήταν οι κρατικές επενδύσεις για τη δημιουργία, και εκσυγχρονισμό υποδομών και μηχανημάτων, αλλά και η εισροή ξένων κεφαλαίων. Σήμερα, οι σχετικές επενδύσεις μειώνονται και η χρηματοδότηση προγραμμάτων υποδομών αυξήθηκαν απότομα μόνο μετά από την ομιλία του Βλαντίμιρ Πούτιν στο διεθνές οικονομικό συνέδριο της Αγίας Πετρούπολης, τον Ιούνιο του 2013. Και κάτι ακόμα: Προς το παρόν, η εκροή κεφαλαίων στο εξωτερικό ξεπερνά την εισροή. Ωστόσο, στην εισροή ξένων κεφαλαίων βλέπει η κυβέρνηση τον βασικό δείκτη εμπιστοσύνης στην εθνική οικονομία και αυτήν ακριβώς θεωρεί ως βασική κινητήριο δύναμη ανάπτυξης.
Η Ρωσία το 1913 ήταν μια χώρα «φτωχή» σε κεφάλαια. 

Πηγή: ITAR-TASS
Γι’ αυτό και τα σχέδια που απαιτούσαν τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση και ήταν στρατηγικής σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας και της οικονομίας της, τα αναλάμβανε το ίδιο το κράτος. Ετσι, τα μεγαλύτερα κονδύλια του προϋπολογισμού δίνονταν για μεγάλα έργα, όπως τους σιδηροδρόμους. Το δίκτυο των σιδηροδρόμων ένωσε το ευρωπαϊκό τμήμα της χώρας με τον Καύκασο, τις περιοχές της Κεντρικής Ασίας, της Σιβηρίας και της Άπω Ανατολής, γεγονός που έδωσε ώθηση στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων τους και στη συμμετοχή του πληθυσμού στην οικονομική ζωή.
Αντίστοιχα με αυτά τα μεγάλα έργα στη σημερινή Ρωσία, μπορούν να θεωρηθούν η κατασκευή εγκαταστάσεων παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου στη χερσόνησο Γιαμάλ και η εξόρυξη πετρελαίου στη θάλασσα του Μπάρεντς και του Κάρσκογε. Όπως και πριν από εκατό χρόνια, η υλοποίηση αυτών των ακριβών και δύσκολων από τεχνολογική άποψη προγραμμάτων πραγματοποιείται με τη συμμετοχή κρατικών αλλά και ιδιωτικών κεφαλαίων.
Αμυντικές δαπάνες

Το 1913 περίπου το 30% του προϋπολογισμού κατευθυνόταν στον τομέα της Αμυνας. Γι’ αυτό και η ρωσική οικονομία εκείνης της εποχής μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μιλιταριστική». Οι αυξημένες δαπάνες για την Αμυνα -κατά κύριο λόγο τα κρατικά κονδύλια για την αγορά όπλων και άλλων μέσων από τις εγχώριες εταιρίες- δείχνουν ότι σήμερα, όπως και το 1913, η αμυντική βιομηχανία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα.
Επίσης, τα ξένα κεφάλαια από τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο και τη Βρετανία στις αρχές του 20ου αιώνα, συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία της βαριάς βιομηχανίας στην Αγία Πετρούπολη και στη Μόσχα, καθώς και στο Ντονμπάς και στον Καύκασο. Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης πριν από εκατό χρόνια, ήταν άρνηση των εισαγωγών και ο ήπιος κρατικός παρεμβατισμός.
Η προ εκατονταετίας Ρωσία δεν κατάφερε να υλοποιήσει πλήρως το «μοντέλο ανάκτησης της ανάπτυξης», βασικά στοιχεία του οποίου είναι η συγκρότηση ισχυρής εθνικής βιομηχανίας και οι μεγάλης κλίμακας εσωτερικές πηγές οικονομικής ανάπτυξης. Η εθνική οικονομία την εποχή εκείνη εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων και την εισροή ξένων επενδύσεων. Γι’ αυτό η οικονομία της Ρωσίας βρέθηκε σε μια δομική κρίση από τη στιγμή της έναρξης του Α΄ Παγκοσμίου τον Αύγουστο του 1914, όταν η εισροή επενδύσεων διακόπηκε απότομα και εξαγωγές σοδειάς σιτηρών ουσιαστικά δεν υφίσταντο.

Μπροστά και από τη Γερμανία

Κύριοι «οδηγοί» ανάπτυξης για τη σύγχρονη ρωσική οικονομία είναι η εξαγωγή πρώτων υλών (κυρίως πετρελαίου, φυσικού αερίου και μετάλλων), οι δαπάνες του προϋπολογισμού, καθώς και οι πιστώσεις μέσω των ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι οποίοι υποστηρίζονται από τις νομισματικές αρχές της χώρας. Σήμερα, η ρωσική οικονομία καταλαμβάνει την έκτη θέση στον κόσμο πίσω από τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ινδία, την Ιαπωνία και τη Γερμανία. Πιθανότατα, η Ρωσία θα καθιερωθεί σε βάθος χρόνου μεταξύ των ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη, ενώ υπάρχει κάθε λόγος να εκτιμάται ότι μέσα σε διάστημα δέκα ετών θα καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, ξεπερνώντας τη Γερμανία.
Τα προβλήματα της σύγχρονης ρωσικής οικονομίας συνδέονται με τη διατήρηση των θεσμικών περιορισμών στην ανάπτυξή της. Έχει ανάγκη από βελτίωση του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος και πιο ουσιαστική άρση του μονοπωλίου, από τη μείωση της διαφθοράς και την ισορροπημένη ανάπτυξη του Τραπεζικού τομέα. Η ένταξη της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το 2012, δημιούργησε ευκαιρίες για το ξεπέρασμα των εμποδίων στην ανάπτυξη του εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών με τις κορυφαίες οικονομίες του κόσμου. Ωστόσο, η κυβέρνηση καλείται να αποδείξει τη σοβαρότητα των προθέσεών της όσον αφορά την ενσωμάτωση της εθνικής οικονομίας στην παγκόσμια.
Ο Στανισλάβ Τκατσένκο είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών της σχολής διεθνών σχέσεων του Κρατικού Πανεπιστημίου Αγίας Πετρούπολης.