Foreign Policy και βέβαια δεν είναι το πρώτο δημοσίευμα στο διεθνή Τύπο που παρουσιάζει πληροφορίες που διαρρέει το Τελ Αβίβ ότι "Θα προχωρήσει σε κτύπημα χωρίς τις ΗΠΑ". "Καθώς Αμερικανοί και Ιρανοί διπλωμάτες προσπαθούν να βρουν μια κοινή γραμμή συνεννόησης η οποία θα τερματίσει και την ιστορική εχθρότητα μεταξύ των δύο χώρων, το Ισραήλ νιώθει ότι περιθωριοποιείται από το μεγαλύτερο σύμμαχό του: τις ΗΠΑ" γράφει το περιοδκό.
Και συνεχίζει: "Αν και οι συνομιλίες με το Ιράν βρίσκονται σε καλό, μπορεί το γεγονός αυτό να θέσει την Ουάσιγκτον σε σύντομο χρονικό διάστημα ανάμεσα σε αντικρουόμενα συμφέροντα, κυρίως με το Ισραήλ το οποίο βλέπει το Ιράν σαν μια υπαρκτή και υπαρξιακή απειλή.
Με τις νέες συνομιλίες να βρίσκονται σε εξέλιξη μεταξύ του Ιράν και των δυτικών δυνάμεων για το πυρηνικό του πρόγραμμα θα μπορούσε το Ισραήλ να πραγματοποιήσει μια επίθεση ενός μεσανατολικού κράτους κάτι που θα το έφερνε σε αντίθεση με τον παραδοσιακό του σύμμαχο;
Μοιάζει απίθανο, αλλά ξανασκεφτείτε το. 32 χρόνια νωρίτερα η απάντηση ήταν ναι" .
Στις 7 Ιουνίου του 1981 η ισραηλινή Αεροπορία εξαπέλυσε την επιχείρηση Opera. Ένα σμήνος από μαχητικά αεροσκάφη F-16 πέταξαν σε απόσταση σχεδόν 1600 χλμ. πάνω περιοχές της Σαουδικής Αραβίας και της Ιορδανίας για να βομβαρδίσουν ένα πυρηνικό αντιδραστήρα πλουτωνίου γαλλικής κατασκευής στα περίχωρα της Βαγδάτης, για τον οποίο οι Ισραηλινοί είχαν το φόβο ότι ο Saddam Hussein θα χρησιμοποιούσε για την παραγωγή πυρηνικών όπλων.
Η επιχείρηση ήταν επιτυχής αλλά οι διεθνείς αντιδράσεις σφοδρές. Την επομένη της επίθεσης οι ΗΠΑ καταδίκασαν την επίθεση με το αιτιολογικό ότι είχε παραβιαστεί η αμερικανική νομοθεσία με τη χρησιμοποίηση αμερικανικού οπλισμού σε τρίτη χώρα.
Ο τότε εκπρόσωπος του State Department Dean Fischer είχε επαναλάβει την αμερικανική θέση πως ο αντιδραστήρας δεν αντιπροσώπευε πιθανή απειλή ασφάλειας για την περιοχή και ο γραμματέας του Λευκού Οίκου Larry Speakes είχε δηλώσει πως ο πρόεδρος Roland Reagan είχε προσωπικά εγκρίνει την αποδοκιμασία της ισραηλινής επίθεσης.
Το Ισραήλ όμως δεν διστάσει ούτε λεπτό τότε και αδιαφορώντας για τις διεθνείς αντιδράσεις να βομβαρδίσει ένα στόχο τον οποίο θεωρούσε ως απειλή για τη δική του ασφάλεια ακόμη και με το ρίσκο να προκαλέσει εμπλοκή των σχέσεών του με τις ΗΠΑ.
Και σημειώνει το περιοδικό:
"Το ίδιο είναι πολύ πιθανό να μην διστάσει και σήμερα να κάνει, σε άλλη χώρα όμως. Όπως και η τότε επίθεση στο Ιράκ είχε καταδείξει, οι Ισραηλινοί βλέπουν την απόκτηση πυρηνικής τεχνολογίας από εχθρικά καθεστώτα ως μια υπαρξιακή απειλή και θα ρισκάρουν μια ρήξη των σχέσεών τους με τους παραδοσιακούς τους συμμάχους προκειμένου να την εξαλείψουν.
Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Roland Reagan ο οποίος ήταν ένοικος του Λευκού Οίκου όχι πάνω από 5 μήνες, είχε πλήρως αιφνιδιαστεί από την ισραηλινή επίθεση. Ο εκπρόσωπος της ισραηλινής κυβέρνησης Avi Pazner είχε σημειώσει αργότερα πως η εντονότατη κριτική που είχε υποστεί το Ισραήλ τότε δεν είχε καμία σχέση με άλλες ενέργειες ανάλογες που είχε πραγματοποιήσει στο παρελθόν και πως αυτή προερχόταν κυρίως από αρνητικές αναφορές που δίνονταν από την αμερικανική κυβέρνηση προς του δημοσιογράφους".
Ο Pazner είχε σημειώσει ακόμη πως η κριτική από τα αμερικανικά ΜΜΕ ήταν δριμεία. Οι New York Times στην έκδοσή τους της 9ης Ιουνίου είχαν αναφέρει: «Ήταν μια αδικαιολόγητη και κοντόφθαλμη επίθεση, Ακόμη και αν υποθέταμε ότι το Ιράκ ήταν έτοιμο να χρησιμοποιήσει τον εμπλουτισμό ουρανίου για την παραγωγή πυρηνικών όπλων».
Η Washington Post είχε γράψει: «Οι Ισραηλινοί έκαναν ακόμη ένα λυπηρό λάθος… αντίθετο τόσο με τα δικά τους μακροπρόθεσμα συμφέροντα όσο και κατά ένα τρόπο με τα αμερικανικά συμφέροντα».
Το αμερικανικό κοινό ήταν επίσης αντίθετο με τον ισραηλινό βομβαρδισμό. Στις 19 Ιουνίου μια δημοσκόπηση είχε δείξει ότι το 45% των ερωτηθέντων είχαν την άποψη ότι η επίθεση των Ισραηλινών δεν ήταν δικαιολογημένη. Σε άλλη δημοσκόπηση ένα μήνα αργότερα μόνο ένα 35% είχε δηλώσει ότι συμπαθούσαν το Ισραήλ πιο πολύ από ότι άλλα αραβικά κράτη. Αν και το 54% έκρινε το Ιράκ σχεδίαζε την παραγωγή πυρηνικών όπλων μόνο το 24% θεωρούσε την επίθεση δικαιολογημένη.
Η αντίδραση των αραβικών εθνών ήταν εύλογα σφοδρή απέναντι στην ισραηλινή επίθεση ακόμη και από χώρες παραδοσιακά ανταγωνιστικές του Ιράκ όπως το Κουβέιτ, η Συρία και το Ιράν οι οποίες είχαν καταδικάσει έντονα την επίθεση.
Πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA της εποχής έλεγαν πως υπήρχε ο κίνδυνος τα αραβικά να αποτραβηχτούν από τη συμμαχία τους με την Ουάσιγκτον και περάσουν στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ.
«Η ικανότητα της Ουάσιγκτον να συνασπίσει τις αραβικές χώρες εναντίον της ΕΕΣΔ ή να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων Άραβες και Ισραηλινούς έχει δεχθεί καίριο πλήγμα», έλεγε χαρακτηριστικά σε ένα μέρος της μια μελέτη.
Εντός της κυβέρνησης του Reagan οι γνώμες ήταν μοιρασμένες. Έξι χρόνια μετά (1975) την άρνηση του τότε Ισραηλινού πρωθυπουργού Yitzhak Rabin να πάρει τις δυνάμεις του από το Σινά ήταν πολλοί αυτοί μέσα στην αμερικανική κυβέρνηση που έλεγαν ότι ήταν η ώρα το Ισραήλ να πάρει ένα μάθημα.
Αυτές οι φωνές – συμπεριλαμβανομένων και του μετέπειτα Αμερικανού προέδρου George H.W. Bush(!) του αρχιτέκτονα της ΝΤΠ –τότε αντιπροέδρου- αλλά και του προσωπάρχη του Λευκού Οίκου και μετέπειτα υπουργού Εξωτερικών James Baker – ανησυχούσαν (σ.σ. ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν) , για την παραβίαση της συνθήκης του 1952 με τη χρησιμοποίηση αμερικανικής κατασκευής μαχητικών στην επίθεση.
Από την άλλη πλευρά της τράπεζας φωνές όπως ο τότε γραμματέας Alexander Haig και σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Richard Allen επιθυμούσαν μόνο μια συμβολικού τύπου αμερικανική «τιμωρία» για τον εφησυχασμό της κοινής γνώμης.
Ύστερα από αρκετές ημέρες διαβουλεύσεων ο Reagan πήρε μια φιλο-ισραηλινή θέση. Αργότερα θα έγραφε στα απομνημονεύματά του ότι έβλεπε με συμπάθεια την ισραηλινή θέση θεωρώντας ότι θα έπρεπε να δοθεί στο Ισραήλ το ελαφρυντικό της αμφιβολίας. Έδωσε εντολή στον Kirkpatrick να μην καταδικάσει το Ισραήλ, παρά μόνο την επίθεση, ενώ τα αμερικανικά μέτρα καταδίκης αφορούσαν μόνο την καθυστέρηση μιας παράδοσης μιας παρτίδας αεροσκαφών F-16 στο Ισμαήλ που τότε είχε υπό παραγγελία.
Ήταν αυτό που λένε στο «παρατρίχα» για το Ισραήλ που εκείνες τις ημέρες στηριζόταν περισσότερο στις ΗΠΑ από ότι στηρίζεται σήμερα. Το εβραϊκό κράτος είχε και άλλα θέματα να αντιμετωπίσει: Ήταν στα τελικά στάδια της εφαρμογής της συμφωνίας ειρήνευσης με την Αίγυπτο, αντιμετώπιζε προβλήματα στα σύνορα του με τη Συρία τα οποία εξελίχθησαν στον πόλεμο στο Λίβανο την επόμενη χρονιά, ενώ η οικονομία του υπέφερε από τριψήφιο πληθωρισμό.
Παρά όμως τα μυριάδες ρίσκα το ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να δράσει κτυπώντας τον ιρακινό αντιδραστήρα του Osirak.
Γιατί; Για πάνω από όλα οι ηγέτες του πίστεψαν ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράκ ήταν άμεση απειλή για την ασφάλειά τους. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός συνέχιζε να λέει μέχρι τις τελευταίες ημέρες του ότι εκείνη την εποχή βίωνε εφιάλτες ότι τα παιδιά του Ισραήλ θα πέθαιναν σε ένα δεύτερο, πυρηνικό αυτή τη φορά ολοκαύτωμα, εφιάλτες που ήταν καθήκον του να αποτρέψει.
Και το δόγμα “Begin” ο οποίος δημιούργησε -ότι το Ισραήλ δε θα επιτρέψει σε κανένα άλλο μη φιλικό έθνος να έχει στην κατοχή του πυρηνικά όπλα- εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα στο ακέραιο.
Αυτό που πολλοί διεθνείς παρατηρητές θεωρούν ως μη σημαντικό ήταν ένας απόλυτα πραγματικός παράγοντας στο μυαλό του Begin, ενός ανθρώπου είχε επιβιώσει από το Ολοκαύτωμα και που είχε χάσει και τους δύο γονείς του στο πόλεμο. Τα ίδια ιστορικά τραύματα και καθήκοντα είναι παρόντα και ανάμεσα στη σημερινή ισραηλινή ηγεσία. Και ένα από τα ιστορικά πρίσματα που ο σημερινός πρωθυπουργός Benjamin Netanyahu βλέπει τον κόσμο:
«Είναι 1938 και το Ιράν είναι η Γερμανία», έχει πει ο Netanyahu σε συνέντευξη που είχε δώσει το 2006. «Ο Mahmoud Ahmadinejad (πρώην πρόεδρος του Ιράν) ετοιμάζει ένα ακόμη ολοκαύτωμα για το Ισραήλ», είχε προσθέσει.
Αλλά δεν ήταν μόνο η επιδρομή στον ιρακινό αντιδραστήρα το μόνο επεισόδιο, των προληπτικών πληγμάτων του Ισραήλ. Το 2007 το Ισραήλ αποφάσισε να κτυπήσει ξανά ένα αντιδραστήρα παρά την αντίθετη γνώμη των ΗΠΑ. Το προηγούμενο έτος αμερικανικές και ισραηλινές υπηρεσίες είχαν ανακαλύψει ένα αντιδραστήρα ο όποιος κατασκευαζόταν μυστικά στη Συρία κάτω από βορειοκορεατική επίβλεψη.
Για αρκετούς μήνες μετά την αποκάλυψή του το Ισραήλ και οι ΗΠΑ είχαν συνεργαστεί στενά στο πως θα επιτύγχαναν την καταστροφή του. Ήταν μόνο όταν ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ George W. Bush είχε πει στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Ehud Olmert ότι οι ΗΠΑ είχαν αποφασίσει να πάνε το θέμα στα ΗΕ που η Ιερουσαλήμ αποφάσισε να κτυπήσει, αψηφώντας για την όποια αμερικανική αντίδραση.
Τόσο στην περίπτωση του Ιράκ όσο και σε αυτή της Συρίας η ισραηλινή κυβέρνηση είχε εξαντλήσει όλα τα άλλα ενδεχόμενα πριν καταφύγει στην στρατιωτική επίθεση,
Ο Begin είχε ξεκινήσει ένα σχέδιο δολιοφθορών στον ιρακινό αντιδραστήρα όταν το υπουργικό συμβούλιο είχε αποφασίσει πως η διπλωματία είχε κάνει τον κύκλο της, Ιρακινοί πυρηνικοί επιστήμονες είχαν δολοφονηθεί, Γάλλοι τεχνικοί είχαν υποστεί απειλές για τη ζωή τους, και κοντέινερ τα οποία περιείχαν σημαντικά μηχανικά απάρτια για τον αντιδραστήρα μυστηριωδώς ανατινάσσονταν κατά την μεταφορά τους προς το Ιράκ.
Τον Ιανουάριο όμως του 1981 μια επιτροπή εκτίμησης πληροφοριών είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επιχειρήσεις δολιοφθοράς δεν ήταν πλέον αρκετές για την καθυστέρηση του περιγράμματος, συμπέρασμα το οποίο οδήγησε στην απόφαση της πραγματοποίησης του κτυπήματος.
Το 2007 πάλι ο Olmert είχε επιχειρήσει να διαπραγματευθεί με τους Αμερικανούς ώστε να κάνουν αυτοί τη «βρώμικη» δουλειά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα και μόνο τότε αποφάσισε να δώσει την έγκριση για επίθεση,.
Τίποτα δεν καταδεικνύει ότι η σκέψη του Netanyahu είναι πιο «αγνή» από αυτές του Begin ή του Olmert. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός γνωρίζει καλά την πρόσφατη ιστορία και γνωρίζει πως πόσο μικρό και β βραχύβιο ήταν το κόστος για το Ισραήλ των προηγούμενων ενεργειών του. Ξέρει επίσης πως το Ισραήλ εκτιμήθηκε αργότερα για την αποφασιστική στάση που κράτησε, καθώς ο ισραηλινός λαός παίρνει την απειλή από το Ιράν πολύ σοβαρά και ότι το “δόγμα Begin” εξακολουθεί να αντηχεί και σήμερα στο Ισραήλ όπως και τότε.
Στις 15 Οκτωβρίου κατά τη διάκρεια των εορταστικών εκδηλώσεων για την 40η επέτειο από τον πόλεμο του 1973 ο Ισραηλινός πρωθυπουργός είπε:
«Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η σκέψη για τις διεθνείς αντιδράσεις στην πραγματοποίηση μιας προληπτικής επίθεσης δεν ισοδυναμεί με ένα στρατηγικό κτύπημα».
Με τις συνομιλίες να βρίσκονται σε εξέλιξη στη Γενεύη μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και του Ιράν και μάλιστα όσο αυτές βρίσκονται σε ένα σχετικά καλό σημείο, το Ισραήλ αντιμετωπίζει μια ακόμη πρόκληση: Θα έδειχνε εξαιρετικά αποκρουστικό στα μάτια της διεθνούς κοινότητας εάν αποφάσιζε τώρα ένα στρατιωτικό κτύπημα κατά του Ιράν, ιδίως τώρα που οι δυτικές δυνάμεις βλέπουν τις διαπραγματεύσεις αυτές ως μια ιστορική ευκαιρία για την επίτευξη μιας κοινά αποδεκτής λύσης.
Αλλά ο κίνδυνος μιας απομόνωσης για το Ισραήλ σε περίπτωση που αυτό θα επιτεθεί στο Ιράν μπορεί να είναι μικρότερος από αυτόν που αντιμετώπισε το 1981. Τότε οι ΗΠΑ υποστήριζαν στον Saddam στον πόλεμο εναντίον του Ιράν και οι ευρωπαϊκές χώρες εξόπλιζαν τον Ιρακινό ηγέτη με όπλα και ήταν αναμεμειγμένοι στην κατασκευή του πυρηνικού του αντιδραστήρα.
Περίπου 150 ευρωπαίοι τεχνικοί δούλευαν στον αντιδραστήρα κάτι που οδήγησε το Ισραήλ να πραγματοποιήσει την επίθεσή του την Κυριακή. Παρόλα αυτά ένας 25χρονος Γάλλος τεχνικός σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού.
Αν και το 1981 δεν υπήρχε κάποια διπλωματική προσπάθεια εν εξελίξει, σε ότι αφορά την ισραηλινή οπτική οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται μπορούν να καταλήξουν σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Ένα καλό αποτέλεσμα θα ήταν αυτό που θα συμπεριλάμβανε μια ουσιαστική διαδικασία πιστοποίησης για επιτήρηση του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στην καθυστέρηση της πυρηνικής απειλής αποτρέποντας παράλληλα μια απευκταία πολεμική σύρραξη.
Μια κακή συμφωνία από την άλλη θα δώσει στο Ιράν την διπλωματική κάλυψη που χρειάζεται καθώς θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ως απειλή για το Ισραήλ μια πιθανότητα που το εβραϊκό κράτος δεν πρόκειται να επιτρέψει.
Το σημαντικό όμως είναι πως όλοι εκτιμούν πως είναι απίθανο η αμερικανική θέση επί του θέματος ότι θα είναι αποφασιστικός παράγοντας για την απόφαση που θα πάρει το Ισραήλ. Το διακύβευσα για το Ισραήλ είναι τόσο υψηλό όσο ήταν και το 1981 και η οπτική των πραγμάτων που διατηρούν σήμερα κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες είναι περίπου η ίδια με αυτή που είχαν και το 1981.
Εν κατακλείδι είναι απίθανο ότι οι διαπραγματεύσεις με το Ιράν θα σταματήσουν τον Netanyahu από το να δώσει την εντολή για την πραγματοποίηση της επίθεσης. Ιδιαίτερα όταν διαπιστώσει ότι η διπλωματία έχει κλείσει τον κύκλο της.
Τουναντίον εάν υπάρχει ένα σενάριο το οποίο θα έσπρωχνε το Ισραήλ να έκανε την επίθεση αυτό θα ήταν η προοπτική μιας λύσης, μιας άμεσης λύσης των δυτικών κρατών με το Ιράν, αλλά μιας τέτοιας που θα οδηγούσε το Ισραήλ σε απομόνωση μη μπορώντας ταυτόχρονα η λύση αυτή θα δώσει οριστική απάντηση στο πρόβλημα ασφάλειας του εβραϊκού κράτους που πηγάζει από την Τεχεράνη». (defencenet)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου